κηλέστης

κηλέστης
κηλέστης, ὁ (Α)
απατεώνας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηλέσ-της < θ. κηλεσ- < κηλῶ «μαγεύω» και επίθημα -της (πρβλ. ηκέσ-της, ξέσ-της)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κηλέστης — beguiler masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηλώ — (I) κηλῶ, έω (Α) 1. μαγεύω, τέρπω, θέλγω, κυρίως με μουσική (α. «λόγοις τε καὶ ᾠδαῑς μὴ κηλεῑν ἀλλ ἐξαγριαίνειν πολλὴ ἀμουσία», Πλάτ. β. «κηλούμενος παρὰ ταῑς Σειρῆσιν», Αριστοτ.) 2. παθ. κηλοῡμαι, έομαι προσελκύομαι, μαγεύομαι (α. «ὑπὸ δώρων… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”